- ερισμα
- ἔρισμα-ατος τό предмет спора, причина вражды Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έρισμα — ἔρισμα, τὸ (Α) [ερίζω] αιτία, αφορμή φιλονεικίας … Dictionary of Greek
ἔρισμα — cause of quarrel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσματα — ἔρισμα cause of quarrel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)